Κυριακή, Αυγούστου 22, 2010

Σε σκέφτομαι κάθε ώρα...

Έφυγες…
Κι είναι σαν χτες…
Πέρασαν δύο μήνες και δεν γιορτάζω βέβαια.
Τη θέση της βαθιάς θλίψης στη καρδιά μου την έκανα δύναμη να προχωρήσω πάλι, να συνθλίψω τα όριά μου, να οριοθετήσω τα όνειρά μου, να μεταμορφωθώ και να τηρήσω τις υποσχέσεις μου που έπαιρνα πίσω γιατί ήξερα πως μονάχα ΕΣΥ θα δικαιολογούσες. Μου λείπουν οι καθημερινές μας εξομολογήσεις, το ζεστό βλέμμα σου,
η αγκαλιά σου να με ζεσταίνει,
τα λεκτικά λάθη σου, οι φιλοσοφημένες σκέψεις σου,
ΕΣΥ ολόκληρη δίπλα μου.
Παραμερίζω τον εγωισμό μου γνωρίζοντας καλά πως εκεί που είσαι περνάς καλύτερα από δω που ήσουν.
Κι είναι περίεργο, μα ναι συμβαίνει, νιώθω πως με ακούς, με βλέπεις, με νιώθεις, με αγγίζεις….κι ας μη μπορώ εγώ να σε κρατήσω ερχόμενη στα όνειρά μου.
Δεν ρώτησα την αδελφή μου τελευταία αν ακόμα κοιμάται στις εννέα κάθε βράδυ για να σε περιμένει…
Σε μένα ήρθες…
Και θα ξανάρθεις, πολλές φορές…
Μας έμαθες τόσα πολλά και τόσα λίγα ταυτόχρονα.
Δεν πρόλαβες, βλέπεις…
Το πιο σπουδαίο απ’ όλα πόσο γενναία κρατήθηκες μέχρι την τελευταία ώρα. Πόση δύναμη, πόση αξιοπρέπεια μπορεί να μείνει στον άνθρωπο μετά την κατάντια και την «ξεφτίλα» που τον κερνάει αυτή η γαμημένη αρρώστια; Όσο κι αν πονούσα σε θαύμαζα και σου χαμογελούσα κλεφτά μέσα από την κραυγή της ατέρμονης αγωνίας μου.
Μπορεί να ένιωσα διαλυμένη όλους τους μήνες της βασανιστικής δοκιμασίας σου, μπορεί να έχασα την πίστη μου, μπορεί να βγήκα από την πέτσα μου έξω κι ίσως κι απ’ την ψυχή μου, μα ήταν οι ώρες που μου μάθανε καλύτερα από ποτέ, πως αυτή η αγάπη είναι ΜΟΝΑΔΙΚΗ.
Ξεκουράσου… τώρα που έγινες άγγελος καλή μου

Τετάρτη, Μαΐου 19, 2010

Τόλη μου...

Με πήραν τα κλάματα Τόλη μου.
Πολλά τα λεφτά, παρά λίγο έξι ολόκληρα μύρια κι όχι δραχμούλες, αλλά ευρώπουλα..
Καμία σχέση ο ίδιος με το χρήμα, λέει…
Ε και λοιπόν ;
Όταν η κυρά σου αγόραζε από τον πενιχρό μισθάκο της ακίνητα εδώ κι εκεί…δεν ήξερε ;
Τώρα αναρωτιέμαι βέβαια που όλη μου τη ζωή δουλεύω σαν είλωτας κάνοντας το σκατό μου παξιμάδι που δεν κατάφερα να πάρω κι εγώ ένα τόσο δα ακίνητο όχι του ενός μυρίου, αλλά ούτε 10χίλιαρου. Και με πιάνει ζήλια κακιά που δεν είχα κι εγώ ένα κορόιδο, σαν εσένα.
Τόσο άχρηστη πια ;
Ψάξε να τα βρεις εκεί που στα φάγανε για να αποσβέσεις το χρέος σου Τόλη μου.
Αλλιώς πες τους να πουλήσουν ότι απέκτησαν με το λαρύγγι το δικό σου.
Γιατί τα είδωλα Τόλη μου έχουν σε όλα συνέπεια και κυρίως σε αυτούς που τους έκαναν είδωλα.

Πέμπτη, Μαρτίου 04, 2010

Μανούλα μου

Βλέπεις το θεριό που λέγεται θάνατος μια δρασκελιά από σένα και …χάνεσαι! Αντιδράς, τα βάζεις μαζί του, τον καλοπιάνεις, τον κανακεύεις μήπως τον απομακρύνεις μα κείνος στριφογυρίζει γύρω απ’ το προσκεφάλι της μάνας και παίζει το κρυφτούλι μαζί της.
Λες και μπορεί να αναμετρηθεί σε δυνάμεις.
Εκείνη ανήμπορη, πονεμένη, φοβάται για μας που αργά-αργά αφήνει πίσω της…
Κι εγώ, εμείς ανίκανοι να πάρουμε τους πόνους σου μανούλα μας, να ανακουφίσουμε τη ψυχούλα σου που χάνεται λίγο-λίγο. Κουρασμένη από κείνο το πήγαινε έλα σου στα νοσοκομεία της ταλαιπωρίας, της ατέλειωτης αναμονής και της αναλγησίας, γιατί τάχα δεν είσαι δα και μικρό παιδί για να βοηθηθείς… Μα ο πόνος που χάνεσαι και λιώνεις δεν γράφει ηλικία μανούλα μου. Για μένα, για μας είναι σαν να ξαναμεγαλώνουμε απ’ την αρχή ένα μωρό, που δίχως τη φροντίδα μας θα σβήσει. Και η ώρα που μας χρειάζεσαι είναι η τωρινή.
Να σβήσουμε τη δίψα απ’ τα κοκαλωμένα χείλη σου.
Να μοιραστούμε τους πόνους σου, αυτούς που σε τρελαίνουν.
Να σε αγγίξουμε κι αν γίνεται να ζεστάνουμε τις ώρες σου, τούτες τις τελευταίες.
Να σε κοιτάξουμε στα μάτια κρύβοντας το πόνο της ψυχής μας και να σου δίνουμε δύναμη κι ελπίδα απ’ αυτή που δεν έχουμε, γιατί ξέρουμε.
Να σε ευχαριστήσουμε για όσα μας έμαθες.
Θυμώνω μανούλα μου που φεύγεις με τέτοιο τρόπο…γιατί σου άξιζαν τα καλύτερα.
Φοβάμαι μανούλα μου, που πίσω σου μ’ αφήνεις…