Πέμπτη, Μαρτίου 04, 2010

Μανούλα μου

Βλέπεις το θεριό που λέγεται θάνατος μια δρασκελιά από σένα και …χάνεσαι! Αντιδράς, τα βάζεις μαζί του, τον καλοπιάνεις, τον κανακεύεις μήπως τον απομακρύνεις μα κείνος στριφογυρίζει γύρω απ’ το προσκεφάλι της μάνας και παίζει το κρυφτούλι μαζί της.
Λες και μπορεί να αναμετρηθεί σε δυνάμεις.
Εκείνη ανήμπορη, πονεμένη, φοβάται για μας που αργά-αργά αφήνει πίσω της…
Κι εγώ, εμείς ανίκανοι να πάρουμε τους πόνους σου μανούλα μας, να ανακουφίσουμε τη ψυχούλα σου που χάνεται λίγο-λίγο. Κουρασμένη από κείνο το πήγαινε έλα σου στα νοσοκομεία της ταλαιπωρίας, της ατέλειωτης αναμονής και της αναλγησίας, γιατί τάχα δεν είσαι δα και μικρό παιδί για να βοηθηθείς… Μα ο πόνος που χάνεσαι και λιώνεις δεν γράφει ηλικία μανούλα μου. Για μένα, για μας είναι σαν να ξαναμεγαλώνουμε απ’ την αρχή ένα μωρό, που δίχως τη φροντίδα μας θα σβήσει. Και η ώρα που μας χρειάζεσαι είναι η τωρινή.
Να σβήσουμε τη δίψα απ’ τα κοκαλωμένα χείλη σου.
Να μοιραστούμε τους πόνους σου, αυτούς που σε τρελαίνουν.
Να σε αγγίξουμε κι αν γίνεται να ζεστάνουμε τις ώρες σου, τούτες τις τελευταίες.
Να σε κοιτάξουμε στα μάτια κρύβοντας το πόνο της ψυχής μας και να σου δίνουμε δύναμη κι ελπίδα απ’ αυτή που δεν έχουμε, γιατί ξέρουμε.
Να σε ευχαριστήσουμε για όσα μας έμαθες.
Θυμώνω μανούλα μου που φεύγεις με τέτοιο τρόπο…γιατί σου άξιζαν τα καλύτερα.
Φοβάμαι μανούλα μου, που πίσω σου μ’ αφήνεις…