Ξαπλωμένη σε μια βεράντα παρεούλα με το δικό μου Θεό, το απέραντο γαλάζιο που απλώνεται μπροστά μου και τις σκέψεις μου. Σε λίγες μέρες θα περιορίσω τα γραψίματα, τις αμπελοφιλοσοφίες καθ’ ότι, εδώ θα γίνει κατάληψη από φίλους από όλα τα μήκη και πλάτη.
Είμαι τελικά από εκείνους τους τυχερούς που έχουν σπίτι δίπλα στο κύμα. Που μπορώ να το ακούω τις νύχτες να σκάει στο παραθύρι μου. Και μάλιστα νομιμότατο, για να εξηγούμαστε. Χαμένο στο πουθενά, θυμίζει κουκλόσπιτο, με χρώματα γήινα, ένα με τη φύση, μοναχικό και μοναδικά όμορφο, τώρα που το ξαναζώ.
Το εγκατέλειψα συνειδητά όταν το ένοιωσα βαρύ στις πλάτες μου, πριν μερικά χρόνια κλείνοντας μέσα του τα καλοκαίρια μου, τη ζωή που πηγαινοερχόταν και τις αναμνήσεις μας. Δεν το άγγιξα όλα αυτά τα χρόνια μέχρι που ένοιωσα πάλι δυνατή και πήρα τη μεγάλη απόφαση. Να σφραγίσω τις θύμισες, στα παλιά αντικείμενα να ξαναζωντανέψω τα χρώματα που ξεθώριασαν και να αρχίσω να ζω μια νέα ζωή μαζί του.
Ο οικοδομικός οργασμός άρχισε πριν ένα χρόνο περίπου για να τελειώσει μόλις πριν λίγες μέρες και να μας υποδεχτεί πια, ανακαινισμένο ζωντανό πραγματικό σπιτάκι-στολίδι που μόνο νεράιδες θα μπορούσαν να κατοικούν. Απίστευτα ρομαντικό, αιθέριο που μόνον η τεχνολογία καλά κρυμμένη μαρτυρά την τρέλα μου, σεβόμενη το περιβάλλον, τη φύση, τα χρώματα. Χρώματα γήινα, που αλλάζουν ανάλογα με του καιρού τα κέφια, μιας κι εδώ στο νότο οι «σοροκάδες» κατά τους ντόπιους στέλνουν μηνύματα χαράς μαζί με τα ξεβράσματα στα θυμωμένα αλισβερίσια, του αέρα. Η πιο όμορφη ανατολή και ακόμα ομορφότερη η δύση.
Κι όμως είναι τόσο παράξενα τώρα. Χωρίς εκείνον. Μια μοναξιά ιδιόμορφη, κι ας περνάει τόσος κόσμος. Άλλαξαν όλα από τότε. Οι συντεταγμένες μας, οι επιθυμίες μας, οι στόχοι μας, η πραγματικότητα. Πέρασαν οκτώ ολόκληρα χρόνια. Και κανένας απ’ τους δυο μας δεν πάτησε το πόδι του. Εγώ μάλλον πιο σκληρή, πήρα τη μεγάλη απόφαση. Δίχως να είναι εύκολο. Και ναμαι. Πέταξα όλα όσα κρατούσαν κλεισμένες τις αναμνήσεις μας για να γίνει πια βιώσιμο για μένα. Το διαμόρφωσα πιο θηλυκό κι επιτέλους δαντελένιες κουνουπιέρες - που πάντα ήθελα κι εκείνος αντιδρούσε - κρέμονται πάνω απ’ τα ολόφρεσκα σιδερένια κρεβάτια. Όλα καινούρια, με έντονο άρωμα γυναίκας. Για μένα, για τους φίλους μου, που δεν είναι πια κοινοί. Είναι δικοί μου αποκλειστικά κόβοντας τις γέφυρες όπως συμβαίνει αργά ή γρήγορα με όσα σε συνδέουν με το παρελθόν. Με το χέρι μου άγγιξα κάθε γωνιά και με το μάτι μου αγκάλιασα κάθε σταθερό στοιχείο. Καθόλου εύκολο.
Μπορεί να άλλαξαν όλα εδώ μέσα αλλά στην απόλυτη ησυχία λείπει η φωνή του, η γκρίνια του, η αναποδιά του, το φάλτσο τραγούδι του, ο μόνιμος βήχας του…Το φτιάξαμε μαζί το ρημάδι και μιλάνε κι οι τοίχοι…
Λείπουν τα σχόλια του για το γούστο μου, λείπει αυτή η ανδρίλα, πως να το πω? Αυτή η αδιάφορη διάφανη ανδρική (προκλητική) ματιά.
Ο ανταγωνισμός βρε παιδί μου...
Πρώτες μέρες θα σκεφτείτε, ίσως…
Καλά πάω να κάνω μια (βραδυνή) βουτιά και αύριο θα ψάξω να βρω εκείνες τις παλιορακέτες. Αυτή τη φορά χωρίς αντίπαλο, χωρίς καρφώματα…ευτυχώς ή δυστυχώς?
Μάλλον απροπόνητη είμαι…